- στρατιώταις
- στρατιώτηςsoldiermasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Isthmian Games — The Isthmian Games or Isthmia (ancient Greek Ἴσθμια) were one of the Panhellenic Games of Ancient Greece, and were named after the isthmus of Corinth, where they were held. As with the Nemean Games, the Isthmian Games were held both the year… … Wikipedia
Altgriechische Grammatik — Die Grammatik der altgriechischen Sprache (Altgriechisch: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα hē hellēnikē glōssa) ist in Beziehung auf Morphologie komplex und verfügt wie viele indogermanischen Sprachen über eine ausgeprägte Flexion. Dieser Artikel fasst die… … Deutsch Wikipedia
воинъ — ВОИН|Ъ (261), А с. 1.Воин: ˫Аκο же бо и при воинѣхъ ц҃рьскыихъ. любить кнѩзь воина сто˫аштѩ и борѫщаго сѩ съ врагы. Изб 1076, 216; ˫Аκο звѣзда на небеси. и на земли. ˫ависѩ геѡргиѥ. ˫ако добръ воинъ наречесѩ. и вражи˫а пълкы. побѣдилъ ѥси. Стих… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Matthew 28:12 — is the twelfth verse of the twenty eighth chapter of the Gospel of Matthew in the New Testament. This verse is part of the resurrection narrative. In this verse the guards of the tomb, after being present for an angel hearkening the resurrection … Wikipedia
εμποιώ — ( έω) (AM ἐμποιῶ) 1. προξενώ, παράγω, επιφέρω, ενσπείρω, εμφυσώ 2. (για ψυχικές καταστάσεις) εμβάλλω, κάνω να γεννηθεί, προκαλώ, δημιουργώ («ἐλπίδας ἐμποιεῑ ἀνθρώποις», Ξεν.) αρχ. 1. κατασκευάζω μέσα σε κάτι («ἐν τοῑς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῑν … Dictionary of Greek
κατακληρουχώ — κατακληρουχῶ, έω (Α) 1. παίρνω κάτι ως μερίδιο 2. μοιράζω με άλλους κατακτηθείσα χώρα («τήν... Σικελίαν ἐπεθύμησαν κατακληρουχῆσαι», Διόδ.) 3. παραχωρώ σε κάποιον κάτι ως μερίδιό του 4. δίνω μερίδιο σε εποίκους («τοῑς αὑτοῡ στρατιώταις...Ἰταλίαν… … Dictionary of Greek
οφείλω — (ΑΜ ὀφείλω, Α και ὀφειλέω, επικ. και αρκαδ. τ. ὀφέλλω, αρκαδ. τ. και ὀφήλω) 1. είμαι οφειλέτης, χρωστώ κάτι σε κάποιον, ιδίως χρήματα (α. «ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια», ΚΔ β. «μισθὸς τοῑς στρατιώταις ὠφείλετο», Ξεν.) 2. μτφ. αναγνωρίζω κάτι… … Dictionary of Greek
πορίζω — ΝΜΑ [πόρος] 1. δίνω σε κάποιον την ευκαιρία να αποκτήσει κάτι, προσπορίζω (α. «η επιχείρηση μάς επόρισε αρκετά κέρδη» β. «καὶ δύνασθαι τροφὴν ἐκ τῶν πολεμίων τοῑς στρατιώταις πορίζειν», Iσοκρ.) 2. μέσ. πορίζομαι α) συνάγω, αποκομίζω, προμηθεύομαι … Dictionary of Greek
προδυσωπώ — έω, Α μετριάζω, καταπραΰνω, αναχαιτίζω εκ τών προτέρων («ὁ δῆμος προδυσωπῆσαι τὴν ὁρμήν αὐτοῡ βουλόμενος ὑπαντᾷ τοῑς στρατιώταις μετ εὐφημίας», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δυσωπῶ «παρακαλώ επίμονα και πειστικά»] … Dictionary of Greek
συμμηχανώμαι — άομαι, ΜΑ φροντίζω από κοινού με άλλον να βρω κάτι ή να προμηθεύσω κάτι («ὡς ἐμοῡ μηδέποτε ἀμελήσαντος τοῡ τὰ ἐπιτήδεια τοῑς στρατιώταις συμμηχανᾱσθαι», Ξεν.) αρχ. 1. προπαρασκευάζω τεχνικώς κάτι, κάνω σχέδια από κοινού με άλλον 2. παθ. είμαι… … Dictionary of Greek